- ψευδάδελφος
- ο, ΝΜΑ1. άτομο που προσποιείται τον αδελφό κάποιου2. (κατ' επέκτ.) άτομο που παρουσιάζεται ως εν Χριστώ αδελφός, ως χριστιανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + ἀδελφός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδαδέλφοις — ψευδάδελφος false brother masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαδέλφου — ψευδάδελφος false brother masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαδέλφους — ψευδάδελφος false brother masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαδέλφων — ψευδάδελφος false brother masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδάδελφοι — ψευδάδελφος false brother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)